- φιλορθόδοξος
- -η, -ο, Ναυτός που διάκειται φιλικά προς τα δόγματα τής Ορθοδοξίας και, κυρίως, αυτός που ενεργεί με σκοπό την προαγωγή και ενίσχυση αυτών τών δογμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ορθόδοξος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Φιλορθόδοξος Εταιρεία — Μυστική συνωμοτική οργάνωση, που ιδρύθηκε το 1839 στην Αθήνα. Τα μέλη της ήταν φανατικά θρησκόληπτα και ζητούσαν βασικά να βαφτιστεί ο βασιλιάς Όθωνας στο ορθόδοξο δόγμα. Ιδρυτής της λέγεται ότι ήταν ο Γεώργιος Καποδίστριας, αδελφός του κυβερνήτη … Dictionary of Greek
φιλορθοδοξία — η, Ν [φιλορθόδοξος] το να είναι κανείς φιλορθόδοξος … Dictionary of Greek